- στενοθώρακας
- [-αξ (-ακος)] ο , η узкогруд|ый, -ая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενοθώρακας — ο, η / στενοθώραξ, ακος, ΝΑ αυτός που έχει στενό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + θώραξ, ακος] … Dictionary of Greek
στενοθώρακας — στενοθώραξ narrow chested masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)